- Χέρσ'
- Χέρσι , Χέρσιςfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χέρσ' — χέρσε , χέρσος dry land fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
κισσάμπελος — η (Α κισσάμπελος) βοτ. είδος φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + άμπελος (< ἄμπελος), πρβλ. φιλ άμπελος, χερσ άμπελος] … Dictionary of Greek
μελάνυδρος — μελάνυδρος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο νερό («κρήνη μελάνυδρος» πηγή τής οποίας, λόγω τού βάθους, το νερό φαίνεται μαύρο, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ὕδωρ (πρβλ. άνυδρος, χέρσ υδρος)] … Dictionary of Greek
φίλυδρος — η, ο / φίλυδρος, ον, ΝΜΑ (για φυτό) αυτός που αναπτύσσεται στο νερό, που χρειάζεται πολύ νερό για να αναπτυχθεί νεοελλ. 1. υδρόφιλος («φίλυδρο βαμβάκι») 2. το αρσ. ως ουσ. ο φίλυδρος ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων 3. το ουδ … Dictionary of Greek
χέλυδρος — ο, ΝΑ νεοελλ. παλαιότερη ονομασία τής νεροχελώνας χελύδρα αρχ. 1. είδος αμφίβιου φιδιού 2. είδος νεροχελώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χελ τού χέλυς «χελώνα» + υδρος (< ύδωρ), πρβλ. χέρσ υδρος] … Dictionary of Greek